Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
χωριάτικες_σαλάτες
χωριάτικες σαλάτες
Greek
Noun
χωριάτικες
σαλάτες
•
(
choriátikes salátes
)
f
Plural
form of
χωριάτικη σαλάτα
(
choriátiki saláta
)
.
Similar Results