Definify.com
Definition 2024
χωριάτικη_σαλάτα
χωριάτικη σαλάτα
Greek
Noun
χωριάτικη σαλάτα • (choriátiki saláta) f (plural χωριάτικες σαλάτες)
Declension
- see: χωριάτικος (choriátikos) and σαλάτα (saláta)
External links
- χωριάτικη σαλάτα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el