Definify.com
Definition 2024
χωριάτικος
χωριάτικος
Greek
Adjective
χωριάτικος • (choriátikos) m (feminine χωριάτικη, neuter χωριάτικο)
- rural, country, rustic
- χωριάτικο λουκάνικο ― choriátiko loukániko ― rustic sausage
- village
- home cooked
Declension
positive forms of χωριάτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χωριάτικος | χωριάτικη | χωριάτικο | χωριάτικοι | χωριάτικες | χωριάτικα |
genitive | χωριάτικου | χωριάτικης | χωριάτικου | χωριάτικων | χωριάτικων | χωριάτικων |
accusative | χωριάτικο | χωριάτικη | χωριάτικο | χωριάτικους | χωριάτικες | χωριάτικα |
vocative | χωριάτικε | χωριάτικη | χωριάτικο | χωριάτικοι | χωριάτικες | χωριάτικα |
Related terms
- χωριάτικη σαλάτα f (choriátiki saláta, “Greek salad”)