Definify.com
Definition 2024
ψυχολογικός
ψυχολογικός
Greek
Adjective
ψυχολογικός • (psychologikós) m (feminine ψυχολογική, neuter ψυχολογικό)
Declension
positive forms of ψυχολογικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχολογικός | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
genitive | ψυχολογικού | ψυχολογικής | ψυχολογικού | ψυχολογικών | ψυχολογικών | ψυχολογικών |
accusative | ψυχολογικό | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικούς | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
vocative | ψυχολογικέ | ψυχολογική | ψυχολογικό | ψυχολογικοί | ψυχολογικές | ψυχολογικά |
Related terms
- see: ψυχολογία f (psychología, “psychology”)