Definify.com
Definition 2025
ψυχοσωματικός
ψυχοσωματικός
Greek
Adjective
ψυχοσωματικός • (psychosomatikós) m (feminine ψυχοσωματική, neuter ψυχοσωματικό)
Declension
positive forms of ψυχοσωματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ψυχοσωματικός | ψυχοσωματική | ψυχοσωματικό | ψυχοσωματικοί | ψυχοσωματικές | ψυχοσωματικά |
| genitive | ψυχοσωματικού | ψυχοσωματικής | ψυχοσωματικού | ψυχοσωματικών | ψυχοσωματικών | ψυχοσωματικών |
| accusative | ψυχοσωματικό | ψυχοσωματική | ψυχοσωματικό | ψυχοσωματικούς | ψυχοσωματικές | ψυχοσωματικά |
| vocative | ψυχοσωματικέ | ψυχοσωματική | ψυχοσωματικό | ψυχοσωματικοί | ψυχοσωματικές | ψυχοσωματικά |