Definify.com
Definition 2024
ψύλλος
ψύλλος
Greek
Noun
ψύλλος • (psýllos) m (plural ψύλλοι)
- flea (parasitic insect)
Declension
declension of ψύλλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ψύλλος | ψύλλοι |
genitive | ψύλλου | ψύλλων |
accusative | ψύλλο | ψύλλους |
vocative | ψύλλε | ψύλλοι |
Related terms
- για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima)
- γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous sta áchyra)
- καλιγώνω τον ψύλλο (kaligóno ton psýllo)
- μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά (mou baínoun psýlloi sta aftiá)
- ούτε ψύλλος στον κόρφο μου (oúte psýllos ston kórfo mou)