Definify.com
Definition 2024
ωκεάνιος
ωκεάνιος
Greek
Adjective
ωκεάνιος • (okeánios) m (feminine ωκεάνια, neuter ωκεάνιο)
Declension
positive forms of ωκεάνιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωκεάνιος | ωκεάνια | ωκεάνιο | ωκεάνιοι | ωκεάνιες | ωκεάνια |
genitive | ωκεάνιου | ωκεάνιας | ωκεάνιου | ωκεάνιων | ωκεάνιων | ωκεάνιων |
accusative | ωκεάνιο | ωκεάνια | ωκεάνιο | ωκεάνιους | ωκεάνιες | ωκεάνια |
vocative | ωκεάνιε | ωκεάνια | ωκεάνιο | ωκεάνιοι | ωκεάνιες | ωκεάνια |
Related terms
- Ωκεανία f (Okeanía, “Oceania”)