Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ωογένεση
ωογένεση
Greek
Noun
ωογένεση
•
(
oogénesi
)
f
(
uncountable
)
(
biology
)
oogenesis
Declension
Declension of
ωογένεση
(
oogénesi
)
singular
nominative
ωογένεση
genitive
ωογένεσης
accusative
ωογένεση
vocative
ωογένεση
Similar Results