Definify.com

Definition 2024


ωσότου

ωσότου

Greek

Conjunction

ωσότου (osótou)

  1. until
    Η μάνα έκατσε στο προσκέφαλο του παιδιού της, ωσότου το πήρε ο ύπνος.
    The mother sat at her child's bedside until he was asleep.

Synonyms