Definition 2024
ωσότου
ωσότου
Greek
Conjunction
ωσότου • (osótou)
- until
- Η μάνα έκατσε στο προσκέφαλο του παιδιού της, ωσότου το πήρε ο ύπνος.
- The mother sat at her child's bedside until he was asleep.
Synonyms
- ώσπου (óspou) (conjunction)
- μέχρι (méchri) (preposition)