Definify.com
Definition 2024
όλα
όλα
Greek
Noun
όλα • (óla) n pl
- everything
- Όλα είναι εντάξει! (Everything is OK!)
- Τα θέλει όλα δικά του. (He want it all for himself.)
- τριάντα όλα (tennis - thirty all)
Declension
Adjective
όλα • (óla)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of όλος (ólos).