Definify.com
Definition 2024
ύδωρ
ύδωρ
See also: ὕδωρ
Greek
Noun
ύδωρ • (ýdor) n (plural ύδατα)
Declension
declension of ύδωρ
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ύδωρ | ύδατα |
genitive | ύδατος | υδάτων |
accusative | ύδωρ | ύδατα |
vocative | ύδωρ | ύδατα |
Derived terms
- υδαρής (ydarís, “watery”)
- υδάτινος (ydátinos, “watery”)
- υδατογραφία f (ydatografía, “watercolor painting”)
- υδατοστεγής (ydatostegís, “waterproof”)
- ύδρα f (ýdra, “hydra”)
- υδράργυρος m (ydrárgyros, “mercury”)
- υδραυλική f (ydravlikí, “hydraulics”)
- υδρία (ydría, “water jug”)
- υδρόβιος (ydróvios, “aquatic”)
- υδροφοβία f (ydrofovía, “hydrophobia”)
- υδροχόη f (ydrochói, “aqueduct”)