Definify.com

Definition 2024


ἀποδείκνυμι

ἀποδείκνυμι

Ancient Greek

Verb

ἀποδείκνυμι (apodeíknumi)

  1. I demonstrate, point out, show.

Conjugation

Related terms

  • ἀποδεικτέον (apodeiktéon)
  • ἀποδεικτικός (apodeiktikós)
  • ἀποδεικτός (apodeiktós)

References