Definify.com

Definition 2024


ἀποκολοκυντώσεως

ἀποκολοκυντώσεως

Ancient Greek

Noun

ἀποκολοκυντώσεως (apokolokuntṓseōs) f

  1. singular genitive of ἀποκολοκύντωσις (apokolokúntōsis)