Definify.com
Definition 2024
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολοκύντωσις
Ancient Greek
Noun
ἀποκολοκύντωσις • (apokolokúntōsis) f (genitive ἀποκολοκυντώσεως); third declension
- (nonce word) pumpkinification (act of turning into a pumpkin, in jocular contrast with deification)
- 155 CE – 235 CE, Cassius Dio, Collected Works 61.35
-
Συνέθηκε μὲν γὰρ καὶ ὁ Σενέκας σύγγραμμα, ἀποκολοκύντωσιν αὐτὸ ὥσπερ τινὰ ἀπαθανάτισιν ὀνομάσας ..
- Seneca himself had composed a work that he called “Pumpkinification” —a word formed on the analogy of “deification” ..
-
Συνέθηκε μὲν γὰρ καὶ ὁ Σενέκας σύγγραμμα, ἀποκολοκύντωσιν αὐτὸ ὥσπερ τινὰ ἀπαθανάτισιν ὀνομάσας ..
-
Inflection
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ ἀποκολοκύντωσῐς | τὼ ἀποκολοκυντώσει / ἀποκολοκυντώσεε | αἱ ἀποκολοκυντώσεις / ἀποκολοκύντωσεες | ||||||||||
Genitive | τῆς ἀποκολοκυντώσεως | τοῖν ἀποκολοκυντωσέοιν | τῶν ἀποκολοκυντώσεων | ||||||||||
Dative | τῇ ἀποκολοκυντώσει / ἀποκολοκυντώσεῐ̈ | τοῖν ἀποκολοκυντωσέοιν | ταῖς ἀποκολοκυντώσεσῐ(ν) | ||||||||||
Accusative | τὴν ἀποκολοκύντωσῐν | τὼ ἀποκολοκυντώσει / ἀποκολοκυντώσεε | τᾱ̀ς ἀποκολοκυντώσεις | ||||||||||
Vocative | ἀποκολοκύντωσῐ | ἀποκολοκυντώσει / ἀποκολοκυντώσεε | ἀποκολοκυντώσεις / ἀποκολοκύντωσεες | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Related terms
- ἀποθέωσις (apothéōsis)
Descendants
- Latin: apocolocyntōsis
References
- ἀποκολοκύντωσις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press