Definify.com
Definition 2024
ἀποπληκτικός
ἀποπληκτικός
Ancient Greek
Adjective
ἀποπληκτικός • (apoplēktikós) m (feminine ἀποπληκτική, neuter ἀποπληκτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of ἀποπληκτικός, ἀποπληκτική, ἀποπληκτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ἀποπληκτικός | ἀποπληκτική | ἀποπληκτικόν | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικᾱ́ | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικοί | ἀποπληκτικαί | ἀποπληκτικᾰ́ | |||
Genitive | ἀποπληκτικοῦ | ἀποπληκτικῆς | ἀποπληκτικοῦ | ἀποπληκτικοῖν | ἀποπληκτικαῖν | ἀποπληκτικοῖν | ἀποπληκτικῶν | ἀποπληκτικῶν | ἀποπληκτικῶν | |||
Dative | ἀποπληκτικῷ | ἀποπληκτικῇ | ἀποπληκτικῷ | ἀποπληκτικοῖν | ἀποπληκτικαῖν | ἀποπληκτικοῖν | ἀποπληκτικοῖς | ἀποπληκτικαῖς | ἀποπληκτικοῖς | |||
Accusative | ἀποπληκτικόν | ἀποπληκτικήν | ἀποπληκτικόν | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικᾱ́ | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικούς | ἀποπληκτικᾱ́ς | ἀποπληκτικᾰ́ | |||
Vocative | ἀποπληκτικέ | ἀποπληκτική | ἀποπληκτικόν | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικᾱ́ | ἀποπληκτικώ | ἀποπληκτικοί | ἀποπληκτικαί | ἀποπληκτικᾰ́ | |||
References
- ἀποπληκτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἀποπληκτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ἀποπληκτικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)