Definify.com

Definition 2024


ἄημι

ἄημι

Ancient Greek

Alternative forms

Verb

ἄημι (áēmi)

  1. I breathe, blow

Inflection

Derived terms

  • εὐᾱής (euāḗs)
  • ζᾱής (zāḗs)
  • πολῠᾱής (poluāḗs)
  • ὑπερᾱής (huperāḗs)

Related terms

  • ἄελλᾰ (áella)
  • ἄημᾰ (áēma)
  • ἀήρ (aḗr)
  • ἄησῐς (áēsis)
  • ἀήσῠρος (aḗsuros)
  • ἀητέομαι (aētéomai)
  • ἀήτη (aḗtē)
  • ἀήτης (aḗtēs)
  • ἀΐσθω (aḯsthō)
  • ἀϋτμή (aütmḗ)

References