Definify.com
Definition 2024
Ἁδριανουπολίτης
Ἁδριανουπολίτης
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /aðrianupolítis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /aðrianupolítis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /aðɾianupolítis/
Noun
Ἁδριᾱνουπολῑ́της • (Hadriānoupolī́tēs) m (genitive Ἁδριανουπολίτου); first declension
- an inhabitant of Adrianople or Edirne; an Adrianopolitan
Inflection
First declension of Ἁδριᾱνουπολῑ́της, Ἁδριᾱνουπολῑ́του
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ὁ Ἁδριᾱνουπολῑ́της | τὼ Ἁδριᾱνουπολῑ́τᾱ | οἱ Ἁδριᾱνουπολῖται |
Genitive | τοῦ Ἁδριᾱνουπολῑ́του | τοῖν Ἁδριᾱνουπολῑ́ταιν | τῶν Ἁδριᾱνουπολῑτῶν |
Dative | τῷ Ἁδριᾱνουπολῑ́τῃ | τοῖν Ἁδριᾱνουπολῑ́ταιν | τοῖς Ἁδριᾱνουπολῑ́ταις |
Accusative | τὸν Ἁδριᾱνουπολῑ́την | τὼ Ἁδριᾱνουπολῑ́τᾱ | τοὺς Ἁδριᾱνουπολῑ́τᾱς |
Vocative | Ἁδριᾱνουπολῖτᾰ | Ἁδριᾱνουπολῑ́τᾱ | Ἁδριᾱνουπολῖται |
Descendants
- English: Adrianopolitan
- Greek: Αδριανουπολίτης (Adrianoupolítis)
- Latin: Hadrianopolites
- Turkish: Edirneli