Definify.com
Definition 2024
ὑποδεδειγμένος
ὑποδεδειγμένος
Ancient Greek
Participle
ῠ̔ποδεδειγμένος • (hupodedeigménos) m, ῠ̔ποδεδειγμένη f, ῠ̔ποδεδειγμένον n; first/second declension
- perfect mediopassive participle of ῠ̔ποδείκνῡμῐ (hupodeíknūmi)
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ῠ̔ποδεδειγμένος | ῠ̔ποδεδειγμένη | ῠ̔ποδεδειγμένον | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένᾱ | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένοι | ῠ̔ποδεδειγμέναι | ῠ̔ποδεδειγμένᾰ | |||
Genitive | ῠ̔ποδεδειγμένου | ῠ̔ποδεδειγμένης | ῠ̔ποδεδειγμένου | ῠ̔ποδεδειγμένοιν | ῠ̔ποδεδειγμέναιν | ῠ̔ποδεδειγμένοιν | ῠ̔ποδεδειγμένων | ῠ̔ποδεδειγμένων | ῠ̔ποδεδειγμένων | |||
Dative | ῠ̔ποδεδειγμένῳ | ῠ̔ποδεδειγμένῃ | ῠ̔ποδεδειγμένῳ | ῠ̔ποδεδειγμένοιν | ῠ̔ποδεδειγμέναιν | ῠ̔ποδεδειγμένοιν | ῠ̔ποδεδειγμένοις | ῠ̔ποδεδειγμέναις | ῠ̔ποδεδειγμένοις | |||
Accusative | ῠ̔ποδεδειγμένον | ῠ̔ποδεδειγμένην | ῠ̔ποδεδειγμένον | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένᾱ | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένους | ῠ̔ποδεδειγμένᾱς | ῠ̔ποδεδειγμένᾰ | |||
Vocative | ῠ̔ποδεδειγμένε | ῠ̔ποδεδειγμένη | ῠ̔ποδεδειγμένον | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένᾱ | ῠ̔ποδεδειγμένω | ῠ̔ποδεδειγμένοι | ῠ̔ποδεδειγμέναι | ῠ̔ποδεδειγμένᾰ | |||