Definify.com

Definition 2024


-τήριο

-τήριο

Greek

Suffix

-τήριο (-tírio) n

  1. added to a noun or verb to denote a machine or instrument:
    πλένω ("to wash")     πλυντήριο ("washing machine")
    στεγνώνω ("to dry")     στεγνωτήριο ("dryer")
  2. added to a noun or verb to denote an action it completes:
    απολύω ("to dismiss/send away")     απολυτήριο ("school leaving certificate/diploma")
    ειδοποιώ ("to inform")     ειδοποιητήριο ("informative notice")
  3. added to a noun or verb to denote a place:
    δικάζω ("to try")     δικαστήριο ("courtroom")
    γυμνάζω ("to exercise")     γυμναστήριο ("gymnasium")

Declension

Related terms

  • -τήρι n (-tíri)