Definify.com
Definition 2024
ειδοποιώ
ειδοποιώ
Greek
Verb
ειδοποιώ • (eidopoió) (simple past ειδοποίησα, passive form ειδοποιούμαι)
Conjugation
ειδοποιώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ειδοποιώ | ειδοποιούσα | θα ειδοποιώ | να ειδοποιώ | |
2s | ειδοποιείς | ειδοποιούσες | θα ειδοποιείς | να ειδοποιείς | — |
3s | ειδοποιεί | ειδοποιούσε | θα ειδοποιεί | να ειδοποιεί | |
1p | ειδοποιούμε | ειδοποιούσαμε | θα ειδοποιούμε | να ειδοποιούμε | |
2p | ειδοποιείτε | ειδοποιούσατε | θα ειδοποιείτε | να ειδοποιείτε | ειδοποιείτε |
3p | ειδοποιούν, ειδοποιούνε | ειδοποιούσαν, ειδοποιούσανε | θα ειδοποιούν, θα ειδοποιούνε | να ειδοποιούν, να ειδοποιούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ειδοποιήσω | ειδοποίησα | θα ειδοποιήσω | να ειδοποιήσω | |
2s | ειδοποιήσεις | ειδοποίησες | θα ειδοποιήσεις | να ειδοποιήσεις | ειδοποίησε |
3s | ειδοποιήσει | ειδοποίησε | θα ειδοποιήσει | να ειδοποιήσει | |
1p | ειδοποιήσουμε, ειδοποιήσομε | ειδοποιήσαμε | θα ειδοποιήσουμε, θα ειδοποιήσομε | να ειδοποιήσουμε, να ειδοποιήσομε | |
2p | ειδοποιήσετε | ειδοποιήσατε | θα ειδοποιήσετε | να ειδοποιήσετε | ειδοποιήστε, ειδοποιήσετε |
3p | ειδοποιήσουν, ειδοποιήσουνε | ειδοποίησαν, ειδοποιήσαν, ειδοποιήσανε | θα ειδοποιήσουν, θα ειδοποιήσουνε | να ειδοποιήσουν, να ειδοποιήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ειδοποιήσει | είχα ειδοποιήσει | θα έχω ειδοποιήσει | να έχω ειδοποιήσει | |
2s | έχεις ειδοποιήσει | είχες ειδοποιήσει | θα έχεις ειδοποιήσει | να έχεις ειδοποιήσει | |
3s | έχει ειδοποιήσει | είχε ειδοποιήσει | θα έχει ειδοποιήσει | να έχει ειδοποιήσει | |
1p | έχουμε ειδοποιήσει | είχαμε ειδοποιήσει | θα έχουμε ειδοποιήσει | να έχουμε ειδοποιήσει | |
2p | έχετε ειδοποιήσει | είχατε ειδοποιήσει | θα έχετε ειδοποιήσει | να έχετε ειδοποιήσει | |
3p | έχουν ειδοποιήσει | είχαν ειδοποιήσει | θα έχουν ειδοποιήσει | να έχουν ειδοποιήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ειδοποιημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ειδοποιημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ειδοποιημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ειδοποιημένο | ||||
Participle: | ειδοποιώντας | Non-finite ‡ | ειδοποιήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- ειδοποίηση f (eidopoíisi, “notification, notice”)
- ειδοποιός (eidopoiós, “specific”)
- ειδοποιητήριος (eidopoiitírios, “advisory”)
- ειδοποιητήριο n (eidopoiitírio, “advice note”)
- προειδοποιώ (proeidopoió, “to forewarn”)