Definify.com
Definition 2024
ειδοποιός
ειδοποιός
Greek
Adjective
ειδοποιός • (eidopoiós) m (feminine ειδοποιός, neuter ειδοποιό)
- specific
- distinguishing (separates one species from another)
- ειδοποιός διαφορά ― eidopoiós diaforá ― specific difference
Declension
positive forms of ειδοποιός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειδοποιός | ειδοποιός | ειδοποιό | ειδοποιοί | ειδοποιοί | ειδοποιά |
genitive | ειδοποιού | ειδοποιού | ειδοποιού | ειδοποιών | ειδοποιών | ειδοποιών |
accusative | ειδοποιό | ειδοποιό | ειδοποιό | ειδοποιούς | ειδοποιούς | ειδοποιά |
vocative | ειδοποιέ | ειδοποιέ | ειδοποιό | ειδοποιοί | ειδοποιοί | ειδοποιά |
Related terms
- see: ειδοποιώ (eidopoió, “to notify”)