Definify.com
Definition 2024
αγαθεύω
αγαθεύω
Greek
Verb
αγαθεύω • (agathévo) (simple past αγάθεψα)
Conjugation
αγαθεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαθεύω | αγάθευα | θα αγαθεύω | να αγαθεύω | |
2s | αγαθεύεις | αγάθευες | θα αγαθεύεις | να αγαθεύεις | αγάθευε |
3s | αγαθεύει | αγάθευε | θα αγαθεύει | να αγαθεύει | |
1p | αγαθεύουμε, αγαθεύομε | αγαθεύαμε | θα αγαθεύουμε, αγαθεύομε | να αγαθεύουμε, αγαθεύομε | |
2p | αγαθεύετε | αγαθεύατε | θα αγαθεύετε | να αγαθεύετε | αγαθεύετε |
3p | αγαθεύουν, αγαθεύουνε | αγάθευαν, αγαθεύαν, αγαθεύανε | θα αγαθεύουν, αγαθεύουνε | να αγαθεύουν, αγαθεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγαθέψω | αγάθεψα | θα αγαθέψω | να αγαθέψω | |
2s | αγαθέψεις | αγάθεψες | θα αγαθέψεις | να αγαθέψεις | αγάθεψε |
3s | αγαθέψει | αγάθεψε | θα αγαθέψει | να αγαθέψει | |
1p | αγαθέψουμε, αγαθέψομε | αγαθέψαμε | θα αγαθέψουμε, αγαθέψομε | να αγαθέψουμε, αγαθέψομε | |
2p | αγαθέψετε | αγαθέψατε | θα αγαθέψετε | να αγαθέψετε | αγαθέψτε, αγαθεύτε |
3p | αγαθέψουν, αγαθέψουνε | αγάθεψαν, αγαθέψαν, αγαθέψανε | θα αγαθέψουν, αγαθέψουνε | να αγαθέψουν, αγαθέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγαθέψει | είχα αγαθέψει | θα έχω αγαθέψει | να έχω αγαθέψει | |
2s | έχεις αγαθέψει | είχες αγαθέψει | θα έχεις αγαθέψει | να έχεις αγαθέψει | έχε αγαθεμένο |
3s | έχει αγαθέψει | είχε αγαθέψει | θα έχει αγαθέψει | να έχει αγαθέψει | |
1p | έχουμε αγαθέψει | είχαμε αγαθέψει | θα έχουμε αγαθέψει | να έχουμε αγαθέψει | |
2p | έχετε αγαθέψει | είχατε αγαθέψει | θα έχετε αγαθέψει | να έχετε αγαθέψει | έχετε αγαθεμένο |
3p | έχουν αγαθέψει | είχαν αγαθέψει | θα έχουν αγαθέψει | να έχουν αγαθέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αγαθεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αγαθεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αγαθεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αγαθεμένο | ||||
Participle: | αγαθεύοντας | Non-finite ‡ | αγαθέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: αγαθός (agathós, “good, gullible”)
Synonyms
- αγαθοφέρνω (agathoférno)