Definify.com
Definition 2024
αγκομαχώ
αγκομαχώ
Greek
Alternative forms
- αγκομαχάω (ankomacháo)
Verb
αγκομαχώ • (ankomachó) (imperfect αγκομαχούσα, passive form —)
Conjugation
αγκομαχώ, αγκομαχάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγκομαχώ, αγκομαχάω | αγκομαχούσα, αγκομάχαγα | θα αγκομαχώ, θα αγκομαχάω | να αγκομαχώ, να αγκομαχάω | |
2s | αγκομαχάς | αγκομαχούσες, αγκομάχαγες | θα αγκομαχάς | να αγκομαχάς | αγκομάχα |
3s | αγκομαχά, αγκομαχάει | αγκομαχούσε, αγκομάχαγε | θα αγκομαχά, θα αγκομαχάει | να αγκομαχά, να αγκομαχάει | |
1p | αγκομαχούμε, αγκομαχάμε | αγκομαχούσαμε, αγκομαχάγαμε | θα αγκομαχούμε, θα αγκομαχάμε | να αγκομαχούμε, να αγκομαχάμε | |
2p | αγκομαχάτε | αγκομαχούσατε, αγκομαχάγατε | θα αγκομαχάτε | να αγκομαχάτε | αγκομαχάτε |
3p | αγκομαχούν, αγκομαχούνε, αγκομαχάνε, αγκομαχάν | αγκομαχούσαν, αγκομαχούσανε, αγκομάχαγαν, αγκομαχάγανε | θα αγκομαχούν, θα αγκομαχούνε, θα αγκομαχάνε, θα αγκομαχάν | να αγκομαχούν, να αγκομαχούνε, να αγκομαχάνε, να αγκομαχάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αγκομαχήσω | αγκομάχησα | θα αγκομαχήσω | να αγκομαχήσω | |
2s | αγκομαχήσεις | αγκομάχησες | θα αγκομαχήσεις | να αγκομαχήσεις | αγκομάχησε |
3s | αγκομαχήσει | αγκομάχησε | θα αγκομαχήσει | να αγκομαχήσει | |
1p | αγκομαχήσουμε, αγκομαχήσομε | αγκομαχήσαμε | θα αγκομαχήσουμε, θα αγκομαχήσομε | να αγκομαχήσουμε, να αγκομαχήσομε | |
2p | αγκομαχήσετε | αγκομαχήσατε | θα αγκομαχήσετε | να αγκομαχήσετε | αγκομαχήστε |
3p | αγκομαχήσουν, αγκομαχήσουνε | αγκομάχησαν, αγκομαχήσανε, αγκομαχήσαν | θα αγκομαχήσουν, θα αγκομαχήσουνε | να αγκομαχήσουν, να αγκομαχήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αγκομαχήσει | είχα αγκομαχήσει | θα έχω αγκομαχήσει | να έχω αγκομαχήσει | |
2s | έχεις αγκομαχήσει | είχες αγκομαχήσει | θα έχεις αγκομαχήσει | να έχεις αγκομαχήσει | |
3s | έχει αγκομαχήσει | είχε αγκομαχήσει | θα έχει αγκομαχήσει | να έχει αγκομαχήσει | |
1p | έχουμε αγκομαχήσει | είχαμε αγκομαχήσει | θα έχουμε αγκομαχήσει | να έχουμε αγκομαχήσει | |
2p | έχετε αγκομαχήσει | είχατε αγκομαχήσει | θα έχετε αγκομαχήσει | να έχετε αγκομαχήσει | |
3p | έχουν αγκομαχήσει | είχαν αγκομαχήσει | θα έχουν αγκομαχήσει | να έχουν αγκομαχήσει | |
Participle: | αγκομαχώντας | Non-finite ‡ | αγκομαχήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
The perfective forms shown are uncommon. The imperfect after αγκομαχούσα (ankomachoúsa) is much more common than the simple past after αγκομάχησα (ankomáchisa). This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αγκομαχητό n (ankomachitó, “panting, heavy breathing”)