Definify.com

Definition 2024


αλεσμένος

αλεσμένος

Greek

Adjective

αλεσμένος (alesménos) m (feminine αλεσμένη, neuter αλεσμένο)

  1. ground, milled, powdered
    πιπέρι αλεσμένο (ground pepper)

Declension