Definify.com
Definition 2025
ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος
Greek
Adjective
ανυπεράσπιστος • (anyperáspistos) m (feminine ανυπεράσπιστη, neuter ανυπεράσπιστο)
- defenceless (UK), defenseless (US)
- unprotected
Declension
positive forms of ανυπεράσπιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπεράσπιστος | ανυπεράσπιστη | ανυπεράσπιστο | ανυπεράσπιστοι | ανυπεράσπιστες | ανυπεράσπιστα |
genitive | ανυπεράσπιστου | ανυπεράσπιστης | ανυπεράσπιστου | ανυπεράσπιστων | ανυπεράσπιστων | ανυπεράσπιστων |
accusative | ανυπεράσπιστο | ανυπεράσπιστη | ανυπεράσπιστο | ανυπεράσπιστους | ανυπεράσπιστες | ανυπεράσπιστα |
vocative | ανυπεράσπιστε | ανυπεράσπιστη | ανυπεράσπιστο | ανυπεράσπιστοι | ανυπεράσπιστες | ανυπεράσπιστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπεράσπιστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπεράσπιστος, etc.) |
Synonyms
- απροστάτευτος (aprostáteftos)