Definify.com
Definition 2024
απροστάτευτος
απροστάτευτος
Greek
Adjective
απροστάτευτος • (aprostáteftos) m (feminine απροστάτευτη, neuter απροστάτευτο)
- defenceless (UK), defenseless (US)
- unprotected
Declension
positive forms of απροστάτευτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροστάτευτος | απροστάτευτη | απροστάτευτο | απροστάτευτοι | απροστάτευτες | απροστάτευτα |
genitive | απροστάτευτου | απροστάτευτης | απροστάτευτου | απροστάτευτων | απροστάτευτων | απροστάτευτων |
accusative | απροστάτευτο | απροστάτευτη | απροστάτευτο | απροστάτευτους | απροστάτευτες | απροστάτευτα |
vocative | απροστάτευτε | απροστάτευτη | απροστάτευτο | απροστάτευτοι | απροστάτευτες | απροστάτευτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροστάτευτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροστάτευτος, etc.) |
Synonyms
- ανυπεράσπιστος (anyperáspistos)
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)