Definify.com

Definition 2024


αποκεφαλίζομαι

αποκεφαλίζομαι

Greek

Verb

αποκεφαλίζομαι (apokefalízomai) (simple past αποκεφαλίστηκα, active form αποκεφαλίζω, passive)

  1. to be beheaded, to be guillotined

Conjugation