Definify.com
Definition 2024
αποκεφαλίζω
αποκεφαλίζω
See also: ἀποκεφαλίζω
Greek
Verb
αποκεφαλίζω • (apokefalízo) (simple past αποκεφάλισα, passive form αποκεφαλίζομαι)
- behead, decapitate, decollate, guillotine
- (figuratively) abolish
Conjugation
αποκεφαλίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκεφαλίζω | αποκεφάλιζα | θα αποκεφαλίζω | να αποκεφαλίζω | |
2s | αποκεφαλίζεις | αποκεφάλιζες | θα αποκεφαλίζεις | να αποκεφαλίζεις | αποκεφάλιζε |
3s | αποκεφαλίζει | αποκεφάλιζε | θα αποκεφαλίζει | να αποκεφαλίζει | |
1p | αποκεφαλίζουμε, αποκεφαλίζομε | αποκεφαλίζαμε | θα αποκεφαλίζουμε, αποκεφαλίζομε | να αποκεφαλίζουμε, αποκεφαλίζομε | |
2p | αποκεφαλίζετε | αποκεφαλίζατε | θα αποκεφαλίζετε | να αποκεφαλίζετε | αποκεφαλίζετε |
3p | αποκεφαλίζουν, αποκεφαλίζουνε | αποκεφάλιζαν, αποκεφαλίζαν, αποκεφαλίζανε | θα αποκεφαλίζουν, αποκεφαλίζουνε | να αποκεφαλίζουν, αποκεφαλίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποκεφαλίσω | αποκεφάλισα | θα αποκεφαλίσω | να αποκεφαλίσω | |
2s | αποκεφαλίσεις | αποκεφάλισες | θα αποκεφαλίσεις | να αποκεφαλίσεις | αποκεφάλισε |
3s | αποκεφαλίσει | αποκεφάλισε | θα αποκεφαλίσει | να αποκεφαλίσει | |
1p | αποκεφαλίσουμε, αποκεφαλίσομε | αποκεφαλίσαμε | θα αποκεφαλίσουμε, αποκεφαλίσομε | να αποκεφαλίσουμε, αποκεφαλίσομε | |
2p | αποκεφαλίσετε | αποκεφαλίσατε | θα αποκεφαλίσετε | να αποκεφαλίσετε | αποκεφαλίστε |
3p | αποκεφαλίσουν, αποκεφαλίσουνε | αποκεφάλισαν, αποκεφαλίσαν, αποκεφαλίσανε | θα αποκεφαλίσουν, αποκεφαλίσουνε | να αποκεφαλίσουν, αποκεφαλίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποκεφαλίσει | είχα αποκεφαλίσει | θα έχω αποκεφαλίσει | να έχω αποκεφαλίσει | |
2s | έχεις αποκεφαλίσει | είχες αποκεφαλίσει | θα έχεις αποκεφαλίσει | να έχεις αποκεφαλίσει | |
3s | έχει αποκεφαλίσει | είχε αποκεφαλίσει | θα έχει αποκεφαλίσει | να έχει αποκεφαλίσει | |
1p | έχουμε αποκεφαλίσει | είχαμε αποκεφαλίσει | θα έχουμε αποκεφαλίσει | να έχουμε αποκεφαλίσει | |
2p | έχετε αποκεφαλίσει | είχατε αποκεφαλίσει | θα έχετε αποκεφαλίσει | να έχετε αποκεφαλίσει | |
3p | έχουν αποκεφαλίσει | είχαν αποκεφαλίσει | θα έχουν αποκεφαλίσει | να έχουν αποκεφαλίσει | |
Participle: | αποκεφαλίζοντας | Non-finite ‡ | αποκεφαλίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- καρατομώ (karatomó)