Definify.com
Definition 2024
αρκτικός
αρκτικός
See also: ἀρκτικός
Greek
Adjective
αρκτικός • (arktikós) m (feminine αρκτική, neuter αρκτικό)
Declension
positive forms of αρκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκτικός | αρκτική | αρκτικό | αρκτικοί | αρκτικές | αρκτικά |
genitive | αρκτικού | αρκτικής | αρκτικού | αρκτικών | αρκτικών | αρκτικών |
accusative | αρκτικό | αρκτική | αρκτικό | αρκτικούς | αρκτικές | αρκτικά |
vocative | αρκτικέ | αρκτική | αρκτικό | αρκτικοί | αρκτικές | αρκτικά |
Related terms
- αρκτικός κύκλος m (arktikós kýklos, “Arctic Circle”)