Definify.com

Definition 2024


Αρκτική

Αρκτική

See also: αρκτική

Greek

Proper noun

Αρκτική (Arktikí) f

  1. Arctic

Declension

Related terms

See also

αρκτική

αρκτική

See also: Αρκτική

Greek

Adjective

αρκτική (arktikí)

  1. Nominative feminine singular form of αρκτικός (arktikós).
  2. Accusative feminine singular form of αρκτικός (arktikós).
  3. Vocative feminine singular form of αρκτικός (arktikós).