Definify.com
Definition 2025
αρχαιοελληνικός
αρχαιοελληνικός
Greek
Adjective
αρχαιοελληνικός • (archaioellinikós) m (feminine αρχαιοελληνική, neuter αρχαιοελληνικό)
- related to Ancient Greece and its people, history, culture, etc
Declension
positive forms of αρχαιοελληνικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αρχαιοελληνικός | αρχαιοελληνική | αρχαιοελληνικό | αρχαιοελληνικοί | αρχαιοελληνικές | αρχαιοελληνικά |
| genitive | αρχαιοελληνικού | αρχαιοελληνικής | αρχαιοελληνικού | αρχαιοελληνικών | αρχαιοελληνικών | αρχαιοελληνικών |
| accusative | αρχαιοελληνικό | αρχαιοελληνική | αρχαιοελληνικό | αρχαιοελληνικούς | αρχαιοελληνικές | αρχαιοελληνικά |
| vocative | αρχαιοελληνικέ | αρχαιοελληνική | αρχαιοελληνικό | αρχαιοελληνικοί | αρχαιοελληνικές | αρχαιοελληνικά |
Synonyms
- (abbreviation) αε. (ae.)
Related terms
- αρχαία ελληνικά n pl (archaía elliniká, “Ancient Greek”)