Definify.com
Definition 2024
ασιατικός
ασιατικός
See also: ασιάτικος
Greek
Alternative forms
- ασιάτικος (asiátikos)
Adjective
ασιατικός • (asiatikós) m (feminine ασιατική, neuter ασιατικό)
Declension
positive forms of ασιατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασιατικός | ασιατική | ασιατικό | ασιατικοί | ασιατικές | ασιατικά |
genitive | ασιατικού | ασιατικής | ασιατικού | ασιατικών | ασιατικών | ασιατικών |
accusative | ασιατικό | ασιατική | ασιατικό | ασιατικούς | ασιατικές | ασιατικά |
vocative | ασιατικέ | ασιατική | ασιατικό | ασιατικοί | ασιατικές | ασιατικά |
Synonyms
- ασιανός (asianós)
Related terms
- see: Ασία f (Asía, “Asia”)