Definify.com
Definition 2025
ασιατικός
ασιατικός
See also: ασιάτικος
Greek
Alternative forms
- ασιάτικος (asiátikos)
 
Adjective
ασιατικός • (asiatikós) m (feminine ασιατική, neuter ασιατικό)
Declension
 positive forms of ασιατικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ασιατικός | ασιατική | ασιατικό | ασιατικοί | ασιατικές | ασιατικά | 
| genitive | ασιατικού | ασιατικής | ασιατικού | ασιατικών | ασιατικών | ασιατικών | 
| accusative | ασιατικό | ασιατική | ασιατικό | ασιατικούς | ασιατικές | ασιατικά | 
| vocative | ασιατικέ | ασιατική | ασιατικό | ασιατικοί | ασιατικές | ασιατικά | 
Synonyms
- ασιανός (asianós)
 
Related terms
- see: Ασία f (Asía, “Asia”)