Definify.com

Definition 2024


βοήθεια

βοήθεια

Greek

Noun

βοήθεια (voítheia) f (plural βοήθειες)

  1. help, aid, succour
    δίνω τη βοήθειά μου
    I give my help
    η βοήθειά τους ήταν σημαντική
    their aid was important

Declension

Related terms

Interjection

βοήθεια (voítheia)

  1. help