Definify.com
Definition 2024
βοήθεια
βοήθεια
Greek
Noun
βοήθεια • (voítheia) f (plural βοήθειες)
- help, aid, succour
- δίνω τη βοήθειά μου
- I give my help
- η βοήθειά τους ήταν σημαντική
- their aid was important
- δίνω τη βοήθειά μου
Declension
declension of βοήθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βοήθεια | βοήθειες |
genitive | βοήθειας | βοηθειών |
accusative | βοήθεια | βοήθειες |
vocative | βοήθεια | βοήθειες |
Related terms
- βοήθημα (voíthima)
- βοηθητικά (voithitiká)
- βοηθητικός (voithitikós)
- βοηθός m, f (voithós, “helper”)
- βοηθώ (voithó)
- πρώτες βοήθειες (prótes voítheies)
- πρώτων βοηθειών (próton voitheión)
Interjection
βοήθεια • (voítheia)