Definify.com
Definition 2024
βοηθητικός
βοηθητικός
Greek
Adjective
βοηθητικός • (voithitikós) m (feminine βοηθητική, neuter βοηθητικό)
Declension
positive forms of βοηθητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοηθητικός | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικοί | βοηθητικές | βοηθητικά |
genitive | βοηθητικού | βοηθητικής | βοηθητικού | βοηθητικών | βοηθητικών | βοηθητικών |
accusative | βοηθητικό | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικούς | βοηθητικές | βοηθητικά |
vocative | βοηθητικέ | βοηθητική | βοηθητικό | βοηθητικοί | βοηθητικές | βοηθητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βοηθητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βοηθητικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοηθητικότερος | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότεροι | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
genitive | βοηθητικότερου | βοηθητικότερης | βοηθητικότερου | βοηθητικότερων | βοηθητικότερων | βοηθητικότερων |
accusative | βοηθητικότερο | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότερους | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
vocative | βοηθητικότερε | βοηθητικότερη | βοηθητικότερο | βοηθητικότεροι | βοηθητικότερες | βοηθητικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βοηθητικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοηθητικότατος | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατοι | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
genitive | βοηθητικότατου | βοηθητικότατης | βοηθητικότατου | βοηθητικότατων | βοηθητικότατων | βοηθητικότατων |
accusative | βοηθητικότατο | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατους | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
vocative | βοηθητικότατε | βοηθητικότατη | βοηθητικότατο | βοηθητικότατοι | βοηθητικότατες | βοηθητικότατα |
Related terms
- βοήθεια f (voítheia, “help”)