Definify.com

Definition 2024


βομβαρδιστικό

βομβαρδιστικό

Greek

Noun

βομβαρδιστικό (vomvardistikó) n (plural βομβαρδιστικά)

  1. bomber (military aircraft designed to drop bombs)

Declension

Related terms

see: βόμβα f (vómva, bomb)

Adjective

βομβαρδιστικό (vomvardistikó)

  1. Accusative masculine singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
  2. Nominative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
  3. Accusative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
  4. Vocative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).