Definify.com
Definition 2024
βομβαρδιστικό
βομβαρδιστικό
Greek
Noun
βομβαρδιστικό • (vomvardistikó) n (plural βομβαρδιστικά)
- bomber (military aircraft designed to drop bombs)
Declension
declension of βομβαρδιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βομβαρδιστικό | βομβαρδιστικά |
genitive | βομβαρδιστικού | βομβαρδιστικών |
accusative | βομβαρδιστικό | βομβαρδιστικά |
vocative | βομβαρδιστικό | βομβαρδιστικά |
Related terms
- see: βόμβα f (vómva, “bomb”)
Adjective
βομβαρδιστικό • (vomvardistikó)
- Accusative masculine singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
- Nominative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
- Accusative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).
- Vocative neuter singular form of βομβαρδιστικός (vomvardistikós).