Definify.com
Definition 2025
βόμβα
βόμβα
Greek
Alternative forms
- μπόμπα f (bómpa)
Noun
βόμβα • (vómva) f (plural βόμβες)
Declension
declension of βόμβα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βόμβα | βόμβες |
genitive | βόμβας | βομβών |
accusative | βόμβα | βόμβες |
vocative | βόμβα | βόμβες |
Derived terms
- βομβαρδίζω (vomvardízo, “to bomb, to bombard”)
- βομβαρδισμός m (vomvardismós, “bombardment”)
- βομβαρδιστικό n (vomvardistikó, “bomber, bombardier”)
- βομβαρδιστικός (vomvardistikós, “related to bombs, bombers, bombing”)
- βόμβα υδρογόνου f (vómva ydrogónou, “hydrogen bomb”)
- βομβιστής m (vomvistís, “bomber”)
- βομβίστρια f (vomvístria, “bomber”)
- βομβιστικός (vomvistikós, “relating to bomber”)
- σεξοβόμβα f (sexovómva, “sexbomb”)
- χειροβομβίδα f (cheirovomvída, “hand grenade”)
- ατομική βόμβα f (atomikí vómva, “atom bomb”)
External links
- βόμβα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el