Definify.com
Definition 2024
γέννηση
γέννηση
Greek
Noun
γέννηση • (génnisi) f (plural γεννήσεις)
- (medicine) birth
- (figuratively) start, inauguration
Declension
declension of γέννηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γέννηση | γεννήσεις |
genitive | γέννησης / γεννήσεως | γεννήσεων |
accusative | γέννηση | γεννήσεις |
vocative | γέννηση | γεννήσεις |
Synonyms
- γέννα f (génna)
Related terms
- γεννάω (gennáo)
- γέννημα n (génnima, “child”)