Definify.com
Definition 2024
δίδυμος
δίδυμος
Greek
Adjective
δίδυμος • (dídymos) m (feminine δίδυμη, neuter δίδυμο)
- twin, twinned, being one of a pair of twins
- δίδυμα αδέλφια
- twin brothers
- δίδυμα αδέλφια
- (figuratively) matching exactly
- δίδυμα πυροβόλα, δίδυμοι πύργοι
- twin cannon, twin towers
- δίδυμα πυροβόλα, δίδυμοι πύργοι
Declension
positive forms of δίδυμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δίδυμος | δίδυμη | δίδυμο | δίδυμοι | δίδυμες | δίδυμα |
genitive | δίδυμου | δίδυμης | δίδυμου | δίδυμων | δίδυμων | δίδυμων |
accusative | δίδυμο | δίδυμη | δίδυμο | δίδυμους | δίδυμες | δίδυμα |
vocative | δίδυμε | δίδυμη | δίδυμο | δίδυμοι | δίδυμες | δίδυμα |
Noun
δίδυμος • (dídymos) m, f (plural δίδυμοι)
- twin (either of two people who shared the same uterus, or of two similar or closely related objects)
Declension
declension of δίδυμος