Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Δίδυμους
Δίδυμους
See also:
δίδυμους
and
διδύμους
Greek
Noun
Δίδυμους
•
(
Dídymous
)
m
Accusative
plural
form of
Δίδυμοι
(
Dídymoi
)
.
δίδυμους
δίδυμους
See also:
διδύμους
and
Δίδυμους
Greek
Adjective
δίδυμους
•
(
dídymous
)
Accusative
masculine
plural
form of
δίδυμος
(
dídymos
)
.
Similar Results