Definify.com

Definition 2024


Δίδυμους

Δίδυμους

Greek

Noun

Δίδυμους (Dídymous) m

  1. Accusative plural form of Δίδυμοι (Dídymoi).

δίδυμους

δίδυμους

Greek

Adjective

δίδυμους (dídymous)

  1. Accusative masculine plural form of δίδυμος (dídymos).