Definify.com

Definition 2024


διατυπώνομαι

διατυπώνομαι

Greek

Verb

διατυπώνομαι (diatypónomai) (simple past διατυπώθηκα, active form διατυπώνω, passive)

  1. passive of διατυπώνω (diatypóno)

Conjugation