Definify.com
Definition 2024
διατυπώνω
διατυπώνω
Greek
Verb
διατυπώνω • (diatypóno) (simple past διατύπωσα, passive form διατυπώνομαι)
- declare, state, give voice to
- formulate
Conjugation
διατυπώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατυπώνω | διατύπωνα | θα διατυπώνω | να διατυπώνω | |
2s | διατυπώνεις | διατύπωνες | θα διατυπώνεις | να διατυπώνεις | διατύπωνε |
3s | διατυπώνει | διατύπωνε | θα διατυπώνει | να διατυπώνει | |
1p | διατυπώνουμε, διατυπώνομε | διατυπώναμε | θα διατυπώνουμε, διατυπώνομε | να διατυπώνουμε, διατυπώνομε | |
2p | διατυπώνετε | διατυπώνατε | θα διατυπώνετε | να διατυπώνετε | διατυπώνετε |
3p | διατυπώνουν, διατυπώνουνε | διατύπωναν, διατυπώναν, διατυπώνανε | θα διατυπώνουν, διατυπώνουνε | να διατυπώνουν, διατυπώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διατυπώσω | διατύπωσα | θα διατυπώσω | να διατυπώσω | |
2s | διατυπώσεις | διατύπωσες | θα διατυπώσεις | να διατυπώσεις | διατύπωσε |
3s | διατυπώσει | διατύπωσε | θα διατυπώσει | να διατυπώσει | |
1p | διατυπώσουμε, διατυπώσομε | διατυπώσαμε | θα διατυπώσουμε, διατυπώσομε | να διατυπώσουμε, διατυπώσομε | |
2p | διατυπώσετε | διατυπώσατε | θα διατυπώσετε | να διατυπώσετε | διατυπώστε, διατυπώσετε |
3p | διατυπώσουν, διατυπώσουνε | διατύπωσαν, διατυπώσαν, διατυπώσανε | θα διατυπώσουν, διατυπώσουνε | να διατυπώσουν, διατυπώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διατυπώσει | είχα διατυπώσει | θα έχω διατυπώσει | να έχω διατυπώσει | |
2s | έχεις διατυπώσει | είχες διατυπώσει | θα έχεις διατυπώσει | να έχεις διατυπώσει | έχε διατυπωμένο |
3s | έχει διατυπώσει | είχε διατυπώσει | θα έχει διατυπώσει | να έχει διατυπώσει | |
1p | έχουμε διατυπώσει | είχαμε διατυπώσει | θα έχουμε διατυπώσει | να έχουμε διατυπώσει | |
2p | έχετε διατυπώσει | είχατε διατυπώσει | θα έχετε διατυπώσει | να έχετε διατυπώσει | έχετε διατυπωμένο |
3p | έχουν διατυπώσει | είχαν διατυπώσει | θα έχουν διατυπώσει | να έχουν διατυπώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διατυπωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διατυπωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διατυπωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διατυπωμένο | ||||
Participle: | διατυπώνοντας | Non-finite ‡ | διατυπώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||