Definify.com
Definition 2024
ενδυμασία
ενδυμασία
Greek
Noun
ενδυμασία • (endymasía) f (plural ενδυμασίες)
Declension
declension of ενδυμασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενδυμασία | ενδυμασίες |
genitive | ενδυμασίας | ενδυμασιών |
accusative | ενδυμασία | ενδυμασίες |
vocative | ενδυμασία | ενδυμασίες |
Derived terms
Synonyms
- (style of clothing): ένδυμα n (éndyma)
See also
- κοστούμι n (kostoúmi, “suit, costume”)