Definify.com
Definition 2024
εξωτερική
εξωτερική
Greek
Adjective
εξωτερική • (exoterikí)
- Nominative feminine singular form of εξωτερικός (exoterikós).
- Accusative feminine singular form of εξωτερικός (exoterikós).
- Vocative feminine singular form of εξωτερικός (exoterikós).