Definify.com

Definition 2024


εξωτερικός

εξωτερικός

Greek

Adjective

εξωτερικός (exoterikós) m (feminine εξωτερική, neuter εξωτερικό)

  1. outer, external
  2. foreign
  3. (medicine) outpatient

Declension

Related terms

Antonyms