Definify.com
Definition 2024
εξωτερικός
εξωτερικός
Greek
Adjective
εξωτερικός • (exoterikós) m (feminine εξωτερική, neuter εξωτερικό)
Declension
positive forms of εξωτερικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωτερικός | εξωτερική | εξωτερικό | εξωτερικοί | εξωτερικές | εξωτερικά |
genitive | εξωτερικού | εξωτερικής | εξωτερικού | εξωτερικών | εξωτερικών | εξωτερικών |
accusative | εξωτερικό | εξωτερική | εξωτερικό | εξωτερικούς | εξωτερικές | εξωτερικά |
vocative | εξωτερικέ | εξωτερική | εξωτερικό | εξωτερικοί | εξωτερικές | εξωτερικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωτερικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωτερικός, etc.) |
Related terms
- εξωτερικό n (exoterikó, “exterior, overseas”)
- εξωτερικός ασθενής m (exoterikós asthenís, “outpatient”)
Antonyms
- εσωτερικός (esoterikós, “inside, internal”)