Definify.com

Definition 2024


ερωτηματικός

ερωτηματικός

Greek

Adjective

ερωτηματικός (erotimatikós) m (feminine ερωτηματική, neuter ερωτηματικό)

  1. interrogative, questioning
    ερωτηματικές προτάσεις
    interrogative sentence

Declension

Derived terms

Related terms