Definify.com
Definition 2024
ερωτηματικό
ερωτηματικό
Greek
Noun
ερωτηματικό • (erotimatikó) n (plural ερωτηματικά)
- (grammar, typography) question mark, represented in Greek text by a ;
Declension
declension of ερωτηματικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερωτηματικό | ερωτηματικά |
genitive | ερωτηματικού | ερωτηματικών |
accusative | ερωτηματικό | ερωτηματικά |
vocative | ερωτηματικό | ερωτηματικά |
See also
|
|
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Adjective
ερωτηματικό • (erotimatikó)
- Nominative neuter singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Accusative masculine singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Accusative neuter singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).
- Vocative neuter singular form of ερωτηματικός (erotimatikós).