Definify.com
Definition 2024
διαλυτικά
διαλυτικά
Greek
Noun
διαλυτικά • (dialytiká) n pl
Declension
διαλυτικά
plural | |
---|---|
nominative | διαλυτικά |
genitive | διαλυτικών |
accusative | διαλυτικά |
vocative | διαλυτικά |
See also
|
|
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)