Definify.com
Definition 2025
διαλυτικός
διαλυτικός
Ancient Greek
Adjective
δῐᾰλῠτῐκός • (dialutikós) m (feminine δῐᾰλῠτῐκή, neuter δῐᾰλῠτῐκόν); first/second declension
- able to sever
- bad argument #1 to 'lc' (string expected, got nil)
- (medicine) relaxing
- embodying a settlement or compromise
Declension
First and second declension of δῐᾰλῠτῐκός, δῐᾰλῠτῐκή, δῐᾰλῠτῐκόν
| Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
| Nominative | δῐᾰλῠτῐκός | δῐᾰλῠτῐκή | δῐᾰλῠτῐκόν | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκᾱ́ | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκοί | δῐᾰλῠτῐκαί | δῐᾰλῠτῐκᾰ́ | |||
| Genitive | δῐᾰλῠτῐκοῦ | δῐᾰλῠτῐκῆς | δῐᾰλῠτῐκοῦ | δῐᾰλῠτῐκοῖν | δῐᾰλῠτῐκαῖν | δῐᾰλῠτῐκοῖν | δῐᾰλῠτῐκῶν | δῐᾰλῠτῐκῶν | δῐᾰλῠτῐκῶν | |||
| Dative | δῐᾰλῠτῐκῷ | δῐᾰλῠτῐκῇ | δῐᾰλῠτῐκῷ | δῐᾰλῠτῐκοῖν | δῐᾰλῠτῐκαῖν | δῐᾰλῠτῐκοῖν | δῐᾰλῠτῐκοῖς | δῐᾰλῠτῐκαῖς | δῐᾰλῠτῐκοῖς | |||
| Accusative | δῐᾰλῠτῐκόν | δῐᾰλῠτῐκήν | δῐᾰλῠτῐκόν | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκᾱ́ | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκούς | δῐᾰλῠτῐκᾱ́ς | δῐᾰλῠτῐκᾰ́ | |||
| Vocative | δῐᾰλῠτῐκέ | δῐᾰλῠτῐκή | δῐᾰλῠτῐκόν | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκᾱ́ | δῐᾰλῠτῐκώ | δῐᾰλῠτῐκοί | δῐᾰλῠτῐκαί | δῐᾰλῠτῐκᾰ́ | |||
Antonyms
- (destructive): γεννητικός (gennētikós)
Descendants
- English: dialytic
- Greek: διαλυτικός (dialytikós)
- Latin: dialyticus
References
- διαλῠτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «διαλυτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «διαλυτικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
Greek
Etymology
From the Ancient Greek δῐᾰλῠτῐκός (dialutikós).
Adjective
διαλυτικός • (dialytikós) m (feminine διαλυτική, neuter διαλυτικό)
Declension
positive forms of διαλυτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαλυτικός | διαλυτική | διαλυτικό | διαλυτικοί | διαλυτικές | διαλυτικά |
| genitive | διαλυτικού | διαλυτικής | διαλυτικού | διαλυτικών | διαλυτικών | διαλυτικών |
| accusative | διαλυτικό | διαλυτική | διαλυτικό | διαλυτικούς | διαλυτικές | διαλυτικά |
| vocative | διαλυτικέ | διαλυτική | διαλυτικό | διαλυτικοί | διαλυτικές | διαλυτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαλυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαλυτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαλυτικότερος | διαλυτικότερη | διαλυτικότερο | διαλυτικότεροι | διαλυτικότερες | διαλυτικότερα |
| genitive | διαλυτικότερου | διαλυτικότερης | διαλυτικότερου | διαλυτικότερων | διαλυτικότερων | διαλυτικότερων |
| accusative | διαλυτικότερο | διαλυτικότερη | διαλυτικότερο | διαλυτικότερους | διαλυτικότερες | διαλυτικότερα |
| vocative | διαλυτικότερε | διαλυτικότερη | διαλυτικότερο | διαλυτικότεροι | διαλυτικότερες | διαλυτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαλυτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαλυτικότατος | διαλυτικότατη | διαλυτικότατο | διαλυτικότατοι | διαλυτικότατες | διαλυτικότατα |
| genitive | διαλυτικότατου | διαλυτικότατης | διαλυτικότατου | διαλυτικότατων | διαλυτικότατων | διαλυτικότατων |
| accusative | διαλυτικότατο | διαλυτικότατη | διαλυτικότατο | διαλυτικότατους | διαλυτικότατες | διαλυτικότατα |
| vocative | διαλυτικότατε | διαλυτικότατη | διαλυτικότατο | διαλυτικότατοι | διαλυτικότατες | διαλυτικότατα |
Derived terms
- διαλυτικά (dialytiká)