Definify.com

Definition 2024


ευνουχισμοί

ευνουχισμοί

Greek

Noun

ευνουχισμοί (evnouchismoí) m

  1. Nominative plural form of ευνουχισμός (evnouchismós).
  2. Vocative plural form of ευνουχισμός (evnouchismós).