Definify.com

Definition 2024


ικανοποιούμαι

ικανοποιούμαι

Greek

Verb

ικανοποιούμαι (ikanopoioúmai) (simple past ικανοποιήθηκα, active form ικανοποιώ, passive)

  1. be satisfied
  2. become satisfied

Conjugation